- Λαυρεώτης
- οβλ. Λαυριώτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λαυριώτης — και Λαυρεώτης, ο, θηλ. Λαυριώτισσα [Λαύριο] 1. αυτός που κατάγεται από το Λαύριο ή ο κάτοικος τού Λαυρίου 2. (ως προσηγορικό) ο λαυριώτης μοναχός τής μονής τής Μεγίστης Λαύρας τού Αγίου Όρους … Dictionary of Greek